αθυροστομία

αθυροστομία
η
1) чрезмерная болтливость; 2) развязность, несдержанность в разговоре; невоздержность на язык; языкастость (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αθυροστομία" в других словарях:

  • ἀθυροστομία — ἀθυροστομίᾱ , ἀθυροστομία fem nom/voc/acc dual ἀθυροστομίᾱ , ἀθυροστομία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθυροστομία — η (Α ἀθυροστομία) [ἀθυρόστομος] νεοελλ. έλλειψη κάθε μέτρου στη γλώσσα, αδιακρισία, αυθάδεια, ξετσιπωσιά αρχ. ακράτεια τής γλώσσας, ακατάσχετη φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • αθυροστομία — η το να είναι κανείς αθυρόστομος, αναιδής: Η αθυροστομία του ανθρώπου αυτού δεν έχει όρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθυροστομίας — ἀθυροστομίᾱς , ἀθυροστομία fem acc pl ἀθυροστομίᾱς , ἀθυροστομία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυροστομίαν — ἀθυροστομίᾱν , ἀθυροστομία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυροστομίαις — ἀθυροστομία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυροστομίην — ἀθυροστομία fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυροστομίης — ἀθυροστομία fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • αθυρογλωττία — ἀθυρογλωττία και σσία, η (Α) [ἀθυρόγλωττος, σσος] απερίσκεπτη φλυαρία, αθυροστομία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»